ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ
Φτωχός μεροκαματιάρης ήταν ο άνθρωπος. Κυνηγός του άρτου του επιούσιου, για να θρέψει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Ένας τίμιος βιοπαλαιστής. Μα ήλθαν και κάποιες άλλες ατυχίες, απρόβλεπτες ατυχίες, μικρές μεν, αλλά αποτυχίες που τον έφεραν αντιμέτωπο με κάποια μικροχρέη. Με κάποιες οφειλές, που δεν μπορούσε να τις εξοφλήσει. Τι κι αν το ποσό ήταν μικρό; Ο άνθρωπός μας δεν είχε. Και μια δραχμή να χρωστάς, αν δεν την έχεις στην τσέπη σου, δεν μπορείς να τη δώσεις. Και μένεις χρεώστης. Έτσι και ο φτωχός αυτός χριστιανός πιεζόταν από ένα ασήκωτο βάρος. Το βάρος του χρέους του, που δεν μπορούσε να εξοφλήσει. Και από μια καθημερινή απειλή: Να κλεισθεί στη φυλακή ως φυγόποινος, που δεν είχε καταβάλει την οφειλή του.
Και κάθε μέρα περνούσε από το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής όπου ανήκε και ζητούσε, σαν τον οφειλέτη δούλο της παραβολής (Ματθ. 18, 24), λίγο ακόμη χρόνο, ώσπου να αποδώσει το οφειλόμενο. Και ο Διοικητής του Τμήματος, συμπαθής στον ανθρώπινο πόνο, έδειχνε συγκατάβαση. Δεν έδινε εντολή συλλήψεώς του. Περίμενε να εξαντληθεί και το τελευταίο περιθώριο χρόνου που είχε, ώσπου να εφαρμόσει το νόμο.
Συγχρόνως όμως τον απασχολούσε το θέμα. Πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τον κουρασμένο πραγματικά αυτόν άνθρωπο, ώστε να μη μπει ποτέ στη φυλακή; Πού να αναζητήσει λίγη συμπόνια; Λίγη αγάπη; Ένα χέρι συμπαθείας, που θα έμπαινε λίγο βαθιά μέσα στην τσέπη, για να προσφέρει λίγα ψίχουλα, 170 ευρώ χρειαζόταν όλο κι όλο-, γι’ αυτόν τον καθημερινό επαίτη της μακροθυμίας και της ανοχής του;
Και βρέθηκε αυτό το χέρι συμπαθείας. Αυτή η αγάπη που αναζητούσε. Η «Διακονία Αποφυλακίσεως Απόρων Κρατουμένων» έφθασε αρωγός στη δυσάρεστη αυτή κατάσταση. Με προθυμία και χωρίς καμιά καθυστέρηση η Διακονία κατέβαλε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης το οφειλόμενο ποσό και ο άπορος συνάνθρωπός μας απαλλάχθηκε από το βραχνά που τον έπνιγε καθημερινά, από το φόβο μήπως σήμερα βρεθεί στη φυλακή. Ξαστέρωσε ο νους του. Ξαλάφρωσε η ψυχή του.
Και δεν ξέχασε, μέχρι σήμερα, την ευεργεσία που του έγινε. Κάθε φορά που θα περάσει από το δρόμο όπου βρίσκεται το Αστυνομικό Τμήμα, θα ανέβει τα σκαλοπάτια, θα μπει δειλά στο γραφείο του Διοικητή και εκεί θα αποθέσει λίγα λουλούδια ευγνωμοσύνης, για το καλό που του έγινε, όπως ομολογεί. «Ήταν πολύ μεγάλο για μένα, λέει με συντριβή στο Διοικητή. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ευχαριστώ».
«Δεν ανήκουν σε μένα τα λουλούδια, λέει στο τηλέφωνο ο Διοικητής. Ανήκουν στο θαυμάσιο αυτό έργο της «Διακονίας Αποφυλακίσεως Απόρων Κρατουμένων», που δίνει τόσο απλόχερα την αγάπη. Μη μπορώντας να ’ρθει σε σας ο πρώην φυγόποινος, τα φέρνει σε μένα».
Ας μη στενοχωριέται ο Διοικητής για την έκφραση ευγνωμοσύνης που δέχεται. Να είναι σίγουρος για ένα πράγμα: Η μοσχοβολιά της έφθασε ως την έδρα της Διακονίας και σκόρπισε χαρά και έδωσε θάρρος να συνεχίζεται το έργο της αγάπης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, για τη δόξα του Θεού και την ανακούφιση του πλησίον.
Κ.Ε.Π.