Μέσα στη νύχτα της ψυχής
ψάχνω ένα φως.
Ένα φύσημα αέρα να διώξει
την καταχνιά.
Μια μυρωδιά παλιά από την κουζίνα
της μάνας μου,
από το θυμιατό της Εκκλησίας μας
που άναβα παιδί.
Τίποτα…
Οι σκιές γέμισαν την καρδιά μου
και κυρίεψαν το σώμα μου.
Έρχονται Χριστούγεννα και είμαι μόνος
με άλλους, αλλά μόνος.
Λίγα χρήματα με χωρίζουν από τη θαλπωρή
της οικογένειάς μου…
Το μεγάφωνο καλεί το όνομά μου,
η πόρτα του κελιού τρίζει καθώς
ανοίγει,
«Ο κ. Χ στη γραμματεία»!
Τι να ΄ναι; Φοβάμαι όταν με καλούν.
Τα πόδια μου τρέμουν καθώς προχωρώ
στο φθαρμένο πάτωμα του διαδρόμου.
«Θεέ μου», ψιθυρίζω, «λυπήσου με»!
Η ώρα περνά!
Στη Γραμματεία με υποδέχονται
με χαρά.
«Ο πατέρας Γερβάσιος έστειλε τα
χρήματα! ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΖΕΣΑΙ!»
Κοιτάζω το παράθυρο.
Ο χειμώνας έφτασε και τα παραθυρόφυλλα
Χτυπούν πάνω στο παγωμένο τζάμι.
Η πλάση περιμένει τη γέννηση του Χριστού
όπως εγώ περιμένω την ώρα
να βρεθώ πλάι στην οικογένειά μου,
να ξαναγεννηθώ!
Και η ώρα αυτή ήρθε…
«Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ»! Σκέφτομαι
και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα
χαράς κι ευγνωμοσύνης, δάκρυα ελπίδας!!!
Πατέρα Γερβάσιε, Πατέρα όλων των
Κρατουμένων, Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ!
Σ’ ευχαριστώ γιατί χωρίς να με ξέρεις
μ’ αγάπησες…
Σ’ ευχαριστώ γιατί δίχως να τ’ αξίζω
με διακόνεψες κι έφερες το Χριστό
στην ψυχή μου!...
Σ’ ευχαριστώ!!!
Ένας από τους τόσους εκλιπαρούντες και λαβόντες
την βοήθειά σου ευεργετηθέντες…
«Δεύτε ίδωμεν πιστοί,
πού εγεννήθη ο Χριστός»…
Και ήρθαμε.
Και είδαμε.
«Εν φυλακή»…
Σ’ αυτή τη φάτνη Σου
δεν άναψαν κεριά.
Στην αχυρένια σου στρωμνή εδώ
δεν έψαλαν αγγέλοι.
Κι ήταν της Βηθλεέμ το σπήλαιο
ο αλειτούργητος ναός.
Και οι καρδιές των αδελφών
δίχως αστέρι.
Κανένας Μάγος δεν επέρασ’ από δω
μήτε βοσκού αντήχησε φλογέρα∙
όμοια σαν όλες τούς ξημέρωσε
κι η γιορτινή η μέρα.
Και ξάφνου!
Η αυλή τους γέμισε φωνές.
Μικροί, μεγάλοι, γέροντες και νέοι.
Να ’ναι οι Μάγοι του αιώνα μας
ή των Ποιμένων οι απλές καρδιές;
Πλημμύρισ’ ο φτωχός ναός
αγγελικές, θαρρείς, φωνές:
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε»!
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Κι ο άγγελος επέταξε από τα βοσκοτόπια
και στάθηκε στην πύλη του ιερού.
Τι ’ναι το μήνυμα π’ ακούνε;
«Θαρσείτε, αδελφοί!
Μην αποκάμετε, της γης οι αποσταμένοι!
Ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ!»
Τι είν’ η ελπίδα που αναδεύει στις ψυχές;
Μην είν’ αυτό της Βηθλεέμ τ’ αστέρι;
Και τούτο το ζεστό π’ απλώνει χέρι
τα δώρα του αδελφικά ν’ αφήσει
μην είν’ εκείνο που το λεν’ αγάπη;
Λαμπύρισε στην άκρη των ματιών
το δάκρυ
κι έγινε εδώ κι εκεί λυγμός.
Σήμερα σήμαναν εδώ
της Βηθλεέμ καμπάνες.
Σήμερα νιώσαν τη στοργή
απ’ αδελφούς και μάνες.
Οι «ελάχιστοι»,
του κόσμου οι αποδιωγμένοι
κινούν τα χείλη στο τροπάρι:
Γεννήθηκε Σωτήρας και γι’ αυτούς,
που θα τους κράξει <<αδελφούς>>
και που τα σίδερα της φυλακής
θα μοιραστεί μαζί τους.
Γεννήθηκε Σωτήρας και γι’ αυτούς!...
Ω, τι χαρά, το μήνυμα να φέρνεις
τ’ αγγελικό,
ν’ ανάβεις την ελπίδα στις άναστρες ψυχές!
Ω, τι χαρά, να κάνεις
Χριστούγεννα στις Φυλακές!
Παραμονή Χριστούγεννα μονάχος στο κελί μου.
Με ματωμένη την καρδιά και άδεια την ψυχή μου
η μέρα αυτή στη σκέψη μου φέρνει τα περασμένα
τα χρόνια που επέρασα κάπως ευτυχισμένα.
Τώρα ξυπνάω το πρωί τη μέρα Χριστουγέννων
και με ’χουν μέσα στο κελί διπλοαμπαρωμένο.
Για χρόνια ζω στη φυλακή χωρίς χαρά και δώρα
Τι ’θελα και γεννήθηκα κι ήρθα σ’ αυτήν τη χώρα!
Χριστούγεννα χωρίς χαρά κι έχει η καρδιά μου πόνο
κι έχω ακόμη να διαβώ του Γολγοθά το δρόμο.
Κράτα, καρδιά μου, τους καημούς κι αυτή την τυραννία,
για να μη ρίχνω την ψυχή εις την μελαγχολία.
Χριστούγεννα χωρίς να δω κάποιον για να μιλήσω,
ν’ ακούσω τα «Χρόνια Πολλά» προτού τα μάτια κλείσω.
Κάποτε φίλοι και παιδιά με είχαν σαν πατέρα,
τώρα που είμαι φυλακή με κάναν όλοι πέρα.
Όμως εγώ προσεύχομαι, για να τους συγχωρήσει,
να ’ρθουν στο δρόμο του Θεού κι όλους να τους φωτίσει.
Χριστούγεννα χωρίς χαρά, μόνος και ξεχασμένος,
μόνος μακριά στην ξενιτιά και εγκαταλελειμμένος.
Δ.Κ.Χ.
Έλληνας κρατούμενος στη Φυλακή Ν. Υόρκης