Σὲ ἱκετεύω Δέσποινα, Σὲ νῦν ἐπικαλοῦμαι, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Σὲ δυσωπῶ Παντάνασσα, Σὴν χάριν ἑξαιτοῦμαι, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Κορὴ σεμνὴ καὶ ἄσπιλε, Δέσποινα Παναγία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
ἐπάκουσόν μου ἄχραντε, κόσμου παντὸς Κυρία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Ἀντιλαβοῦ μου ρύσαι με, ἀπὸ τοῦ πολεμίου, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Καὶ κληρονόμον δεῖξον με, ζωῆς τῆς αἰωνίου, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Γιά τίς πολλές ἁμαρτίες, πού γέννησε ἡ ρίζα τῆς κακίας ἀπό διάφορες αἰτίες καί στίς διάφορες ἐποχές, ὁ Θεός πρῶτα παιδαγώγησε τόν ἄνθρωπο μέ πολλά σωφρονιστικά μέσα, μέ λόγο, νόμο, προφῆτες, εὐεργεσίες, ἀπειλές, πληγές, πλημμύρες, πυρκαγιές, πολέμους, νίκες, ἧττες, σημεῖα ἀπό τόν οὐρανό, σημεῖα ἀπό τόν ἀέρα, ἀπό τή γῆ, ἀπό τή θάλασσα, μέ ἀνέλπιστες μεταβολές ἀνθρώπων, πόλεων, ἐθνῶν, μέ τά ὁποῖα ἡ ἐπιδίωξη ἦταν νά ἐξαλειφθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τελικά ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἰσχυρότερα φάρμακα γιά τίς βαρύτερες ἀσθένειές του, τούς ἀλληλοσκοτωμούς, τίς μοιχεῖες, τίς ἐπιορκίες, τίς ἀνώμαλες ἐπιθυμίες καί – τό χειρότερο καί μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά κακά – τίς εἰδωλολατρίες καί τή μετάθεση τῆς προσκυνήσεως ἀπό τόν Δημιουργό στά δημιουργήματα.
Ἐπειδή γι’ αὐτά ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά μεγαλύτερη βοήθεια, δόθηκε ὄντως μεγαλύτερη. Κι αὐτή ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, αὐτός πού δέν εἶναι δυνατόν νά περιορισθεῖ, ὁ ἀσώματος, ἡ ἀρχή ἀπό τήν ἀρχή (τόν Πατέρα), τό φῶς, πού προῆλθε προαιωνίως ἀπό τό φῶς, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, τό ἀποτύπωμα τοῦ πρωτότυπου κάλλους, ἡ ἀ μετάβλητη σφραγίδα, ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα, ὁ ὅρος καί λόγος τοῦ Πατρός. Αὐτός λοιπόν πορεύεται πρός τήν εἰκόνα Του καί ἐνδύεται τήν σάρκα γιά χάρη τῆς σάρκας καί ἑνώνεται μέ ψυχή νοερά γιά χάρη τῆς ψυχῆς μου, καθαρίζοντας ἔτσι τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιο. Καί γίνεται ἄνθρωπος σέ ὅλα ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία(5)· γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο, ἡ ὁποία πρίν ἀπό τήν ἀπόρρητη κατά σάρκα σύλληψή Του εἶχε καθαρισθεῖ καί στήν ψυχή καί στό σῶμα (διότι ἔπρεπε καί ἡ γέννηση νά τιμηθεῖ καί ἡ παρθενία νά προτιμηθεῖ)· λοιπόν Θεός μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε, ἕνα πού προέκυψε ἀπό τά δύο ἀντίθετα, τήν ἀνθρώπινη καί τή θεία φύση· ἀπό αὐτά τό ἕνα (ἡ θεία φύση) θέωσε, τό ἄλλο (ἡ ἀνθρώπινη) θεώθηκε. Τί πρωτοφανής σύνθεση! Τί παράδοξη ἕνωση! Ὁ ὤν γίνεται, καί ὁ ἄκτιστος δημιουργεῖται, καί ὁ ἀπεριόριστος περιορίζεται διά μέσου τῆς νοερᾶς ψυχῆς πού λειτουργεῖ τρόπον τινα ὡς ἐνδιάμεσος, ὡς σύνδεσμος μεταξύ τῆς ἄυλης θείας φύσεως καί τῆς παχύτητος τοῦ ὑλικοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Καί Αὐτός πού πλουτίζει τούς ἄλλους, γίνεται πτωχός· δηλαδή γίνεται πτωχός μέ τήν πρόσληψη τῆς σάρκας μου, γιά νά γίνω ἐγώ πλούσιος μέ τήν κοινωνία τῆς θεότητός Του. Καί ὁ πλήρης ἀδειάζει· ἀδειάζει ἀπό τή δόξα Του γιά μικρό χρονικό διάστημα, γιά νά γίνω ἐγώ μέτοχος τοῦ πληρώματός Του, τοῦ ἀνεξάντλητου πλούτου τῶν χαρίτων Του. Τί πλοῦτος ἀγάπης εἶναι αὐτός! Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο πού σφραγίζει τήν ὕπαρξή μου! Ἔλαβα τή θεία εἰκόνα καί δέν τήν φύλαξα· προσλαμβάνει Ἐκεῖνος τή σάρκα μου, μέ σκοπό καί τήν εἰκόνα νά σώσει καί τή σάρκα ν’ ἀπαθανατίσει. Ἔρχεται σέ δεύτερη κοινωνία μαζί μας πολύ πιό παράδοξη ἀπό τήν πρώτη, καθ’ ὅσον τότε μᾶς μετέδωσε τό ἀνώτερο, τώρα κοινωνεῖ τό κατώτερο. Αὐτό εἶναι πιό ταιριαστό στόν Θεό ἀπό τό πρῶτο. Αὐτό γιά ὅσους διαθέτουν κρίση εἶναι ὑψηλότερο.